βεστιάριος

βεστιάριος
βεστιάριος, ο (Μ)
θησαυροφύλακας του κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vestiarius(-ii) «ιματιοπώλης, ιματιοφύλακας», ουσιαστικοποιημένος τ. αρσ. του επιθ. vestiarius, -a, -um «ο σχετικός με τα ρούχα» < vestis (-is) «ένδυμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βεστιαρίτης — βεστιαρίτης, ο (Μ) [βεστιάριος] αυτοκρατορικός αξιωματούχος με καθήκοντα οικονομικά και στρατιωτικά …   Dictionary of Greek

  • πρωτοβεστιάριος — και πρωτοβεστιάρης και πρωτοβεστιαρίτης, ο, ΝΜ (στο Βυζ.) ανώτερος αυλικός που ήταν υπεύθυνος τού βασιλικού βεστιαρίου, τής βασιλικής ιματιοθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βεστιάριος / βεστιαρίτης «ιματιοφύλακας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”