- βεστιάριος
- βεστιάριος, ο (Μ)θησαυροφύλακας του κράτους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vestiarius(-ii) «ιματιοπώλης, ιματιοφύλακας», ουσιαστικοποιημένος τ. αρσ. του επιθ. vestiarius, -a, -um «ο σχετικός με τα ρούχα» < vestis (-is) «ένδυμα»].
Dictionary of Greek. 2013.